-
1 ειωθος
τό обычай, обыкновение(κατὰ τὸ εἰ. Thuc.; παρὰ τὸ εἰ. Thuc., Plat.)
-
2 ειωθός
(-ότος) τό:κατά τα ειωθότα — как обычно; — как принято
-
3 εἰωθὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰωθὸς
-
4 εθω
(только part. praes. ἔθων, pf. 2 εἴωθα - ион. ἔωθα, ppf. εἰώθειν - ион. ἐώθεα) иметь привычку, иметь обыкновениеοὐκ εἰωθότες ταλαιπορεῖν Thuc. — не привыкшие к тяготам;ἥ εἰωθυῖα εἰρωνεία Σωκράτους Plat. — обычная ирония Сократа;τὸ εἰωθός Thuc., Arst. — обычай, обыкновение;ἥ εἰωθυῖα διάλεκτος Arst. — обиходный язык; -
5 ειωθως
1) привыкший, опытный(ἡνίοχος Hom.)
2) привычный, обычныйἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;
ἥ εἰωθυῖα διάλεκτος Arst. — повседневная (разговорная) речь - см. тж. εἰωθός -
6 εξαλλασσω
атт. ἐξαλλάττω (aor. ἐξήλλαξα - Pind. ἐξάλλαξα, pf. ἐξήλλαχα)1) (с)менять, переменять(ἐσθῆτα Eur.)
2) изменять(τινὰ κοσμήσεσιν Plut.)
κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται Soph. — в невзгодах которого нет никаких перемен, т.е. кто постоянно несчастен3) обменивать4) перемещать, делать необычным(τὸ εἰωθός Arst.) ἐξηλλαγμένον ὄνομα Arst. необычное слово
5) отклоняться, отличаться(τοῦ πρέποντος Arst.; τινὸς διά τινος Polyb.)
ἥ ἐξαλλάσσουσα χάρις Eur. — особая прелесть;ἐ. τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arst. — измениться внешностью;ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐ. Arst. — длиться одни сутки или около того6) отворачивать7) перемещать, двигать взад и вперед(κερκίδα ἱστοῖς Eur.)
8) поворачиватьἐ. δρόμον Xen. — менять направление;
ποίαν ἐξαλλάξω ; Eur. — куда мне идти?9) покидать, оставлять(πατρῴων οἴκων ἕδρας Eur.)
10) смягчать
См. также в других словарях:
εἰωθός — ἔθω to be accustomed perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… … Dictionary of Greek
обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… … Dictionary of Greek
περικείρω — ΝΜΑ κουρεύω ολόγυρα μσν. 1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.) αρχ. 1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας» … Dictionary of Greek